15.2.11

φευγω.
καπου θα εμφανιστω ξανα.
αναποφευκτα, επενδυω παντα, ναρκισσιστικα,
στην αυτοεκθεση, για την επουλωση,
την απωλεια, την επαναφορα, το πενθος, τη μνημη,
την αναγκη συνυπαρξης, κλπ κλπ.

falling free

7.1.11

2:12

Ξανα εδω. Αθηνα. Δεν μενω πια στο πρασινο δωματιο αλλα στο γκρι-μωβ.
Νεοι ανθρωποι, παλιες προσδοκιες.
Και ξαφνικα, σαν απο το πουθενα, ενα πουθενα που παραμονευει
στις πιο ακαταλληλες στιγμες, νιωθω ξανα μοναξια.
Αισθημα αδυσωπητο, θα πεις, και τοσο αναλαφρα κενο ταυτοχρονα
και ειναι που πληγωνομαι τοσο ευκολα πια.
Ειναι που ξερω περισσοτερα
Ειναι που νιωθω περισσοτερα.

Πολλα βραδια μου λειπεις, τυλιγω το μαξιλαρι γυρω απ τα ποδια μου
αισθανομαι το σωμα σου διπλα μου.
Οταν βρισκομαστε δεν ειμαστε πια, δεν εμεινε τιποτα για να γινουμε.

Και να μαι παλι στο δρομο να ψαχνω εναν ερωτα και ερωτες βρισκονται
πολλοι. Ζητανε απο μενα αγαπη, τρυφεροτητα και ολο και κατι δινω,
ολο και καποιο κομματι αφηνω πισω μου φευγοντας.
Ειναι που ζηταω το δρομο, γι αυτο φευγω, επειδη οι στασεις με αποδεκατιζουν.
Ειναι που προτιμω να περπαταω επειδη τα πολλα οτοστοπ με εβγαλαν
καιρο τωρα εκτος πορειας, τοσο που εχασα το δρομο μου πια και μονο πηγαινω,
μεχρι το επομενο φαναρι.

Δεν ειναι οι αγκαλιες που με στεγνωνουν.
Ειναι τα λογια πριν και μετα.

31.12.10

Πόσο ακόμη για την ενηλικίωση;

Είμαι εδώ όπου είναι και οι γονείς μου. Στο πατρικό μου σπίτι. Ναι υπάρχει και η μητέρα μου εδώ αλλά το σπίτι συνεχίζει να είναι πατρικό. Είμαι ξανά στο δωμάτιο μου, αργά το βράδυ, δεν κοιμάμαι και γράφω, όπως όταν έγραφα ημερολόγιο. Τότε έγραφα γιατί δεν μπορούσα να συντάξω σε ηχηρές προτάσεις την ύπαρξη μου. Απόψε, 01/01/11 ακόμα δεν μπορώ σε αυτό το πλαίσιο να συντάξω σε ήχους την ύπαρξη μου. Αυτό που είμαι, ότι κι αν είναι αυτό το «είμαι», σιωπά μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Πλέον σιωπά ηχηρά.
Το πρωί πήγα για ψώνια με την μητέρα. Αν ήμουν μόνη μου θα είχα ξαφρίσει το μισό μαγαζί. Όπως και στο σούπερ μάρκετ. Αντ’ αυτού ξόδεψα χρήματα, απλά και ωραία, για να ικανοποιήσω το κομμάτι μου που του αρέσει να ντύνεται και να στολίζεται. Για να ικανοποιήσω το κομμάτι μου που ακόμα είναι κοντά στη μητέρα. Το μεσημέρι στο σπίτι της Λ, της γιαγιάς, ένιωσα πως ακόμα μπορώ να υπάρξω εδώ. Σε αυτό το νησί. Αγαπάω τη θέα από το μικρό της παράθυρο. Αγαπάω τα καντούνια που το τέλος του ορίζοντα τους αγγίζει θάλασσα. Αγαπάω την υγρασία που νοτίζει τόσο τον αέρα όσο χρειάζεται για να μοιάζει με τη φίλη μου την ομίχλη.
Ύστερα ξανά στο σπίτι. Στην απόσταση και στην αμηχανία. Ο πατέρας. Ο άντρας τον οποίο ξέρω τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Ο άντρας με τον οποίο ποτέ δεν φλέρταρα ικανοποιητικά. Η γοητεία μου, όχι μόνο δεν τον επηρεάζει, αλλά χτίστηκε πάνω σε αυτή του την απόρριψη. Η γοητεία μου που τίθεται σε λειτουργία όταν αμφισβητείται, όταν κλονίζεται, όταν δεν πιάνει η μπογιά της, από άντρες και γυναίκες. Απόψε βρέθηκα αντιμέτωπη με τον εαυτό μου που γίνεται αυτό που είναι προσπαθώντας σκληρά να μη μοιάσει στους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για να είναι. Και είναι τόσο συνηθισμένα περίεργο να είναι τόσο απαραίτητο και συνάμα αδύνατο να διαλυθούν αυτές οι βάσεις.
Ακούω τον πατέρα να μιλάει. Να μιλάει για τους αλβανούς, για τους έλληνες και στο μυαλό μου πια να είναι μόνο ένας ρατσιστής, σεξιστής, ομοφοβικός φαλλοκράτης, τόσο που δεν αντέχω την παρουσία του δίπλα μου. Την ίδια στιγμή που πληγώνομαι βαθιά όταν για άλλη μια φορά δεν μου απευθύνεται. Με προσπερνάει για να μιλήσει στον αδελφό μου. Να υποδείξει τα δικά του καθήκοντα απέναντι στην οικογένεια, να στηρίξει την δική του ικανότητα στα χαρτιά και τα λοιπά και τα λοιπά. Και όλα όσα με κλειδώνουν, με κάνουν να μιλάω χαμηλόφωνα, να μη μιλάω καθόλου, να κλείνομαι στον εαυτό μου, υψώνονται ξανά μπροστά μου. Με κυκλώνουν και με καταστέλλουν .

Να μην είμαι εδώ. Να μην είναι το εδώ μέσα μου.

Είχα την ατυχία να γεννηθώ γυναίκα στην κέρκυρα, τέλη 20ου αιώνα, σε αυτήν την οικογένεια, όχι σε άλλη, με έναν μικρότερο αδελφό, μια μάνα που άφησε το σχολείο για να δουλεύει μια ζωή για τον πατέρα μου και την οικογένεια, με έναν πατέρα που προσπαθεί σκληρά να είναι ο πατριάρχης ο σωστός που φροντίζει για την οικογένεια του. Την περιουσία του και την αυτοεικόνα του. Τα πάντα μια τραγική ειρωνεία.
Έχω και άλλη γιαγιά. Την Α. Αυτή τώρα είναι μια χαρούμενη τρελή 86 χρονών. Ξεχνάει γρήγορα και γελάει συχνά. Όσα έζησε έγιναν τα λευκά της μαλλιά, τα δόντια της που έπεσαν, τα μάτια της που έκλεισαν. Ο παππούς Χ, την έδερνε, πήγαινε με άλλες γυναίκες, δεν έκαναν έρωτα. Η γιαγιά μου που και που θυμάται και λέει λόγια τρελής. Μιλάει για όλα αυτά, όπως πάντα άλλωστε μόνο που τώρα τα φωνάζει. Τώρα ο πατέρας μου, ο γιος της, που όσα εγώ ξέρω μέσω αφηγήσεων αυτός τα άγγιζε και τα μύριζε καθημερινά, της λέει «πρόσεχε μη τον πεθάνεις τον άντρα σου και ποιος θα σε φροντίζει». Η γιαγιά μου δεν ενηλικιώθηκε ποτέ για να αποκτήσει μια αυτόνομη εαυτή. Ο άγγελος του σπιτιού έπεσε βαρύς πάνω της και της ρούφηξε τα γαλάζια της μάτια. Ο άντρας, αυτός ο άντρας, τώρα τη φροντίζει και όπως όταν ήταν νέα, ακόμα εξαρτάται από αυτόν για τη ζωή της. Η Αντριάννα ίσως τώρα να παίρνει την φροντίδα που ποτέ δεν πήρε όταν τη ζητούσε. Και τώρα την παίρνει με τον πρέποντα γυναικείο τρόπο, παθητικά ανήμπορη στο κρεβάτι επιβάλλει την ύπαρξη της. Ακόμα και τώρα, ένας άντρας, ο γιος της, της αφαιρεί τη γλώσσα. «Πρόσεχε μη τον πεθάνεις». Πρόσεχε μη τον πεθάνεις. Τα πάντα μια τραγική ειρωνεία.
Δεν έφυγα ποτέ από αυτό το σπίτι και κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσω. Δεν ξέρω αν φέτος θα καταφέρω αν φύγω, έστω για λίγο. Να νιώσω πως είναι η απουσία υποχρεωτικών δεσμών. Και ύστερα αναρωτιέμαι, οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους; Απόψε συνειδητοποίησα πόσο εγώ κουβαλάω και αναδημιουργώ αυτό το πλαίσιο όπου πηγαίνω. Πόσο σιωπάω, πόσο εξεγείρομαι, πόσο αδικώ, πόσο ακολουθώ τα μοτίβα που μου έμαθαν οι πρώτοι άνθρωποι με τους οποίους συναναστράφηκα. Η σχέση μας έχει λήξει προ πολλού και ακόμα εγώ σκαλίζω και προσπαθώ δρόμους μαζί. Είναι γιατί φοβάμαι, γιατί δεν είμαι σίγουρη. Για μένα, για αυτά που μπορώ, για αυτά που έχω ήδη κατεκτημένα. Είναι αυτό το καταραμένο βήμα έξω που με τρομάζει και όσο παραμένω μέσα τόσο χάνω κομμάτια μου, σάρκες ολόκληρες και πολύτιμο αίμα.