Οταν η γυναικα με τη νανουριστικη φωνη εφυγε, το κοριτσι φοβοταν ακομα. Αποφασισε ομως να φανει γενναιο και αφησε τη νυστα να υπερνικησει το φοβο της. Ετσι κι εγω χαιρετησα τον παλιο μου φιλο, το ροζ ελαφι, που δεν ηταν και πολυ ομιλητικο και συνεχισα στο μονοπατι, που ειχε ανοιξει ξανα διπλα στον καταρραχτη.
Περπατωντας λιγο ακομη συναντησα ενα σκυλι, αγιου Βερνανδου ισως, περηφανο με μεγαλο κεφαλι. Ηταν ασπρο και καφε και στεκοταν στο ξεφωτο ενος δασους διασπαρτο μεγαλα σκουρα πρασινα δεντρα. Ισως ηταν κυνηγοσκυλο. Καθησα λιγο μαζι του και συνηδητοποιηση οτι βρισκομαι σ'ενα πινακα στο σαλονι ενος σπιτιου. Εξω απο αυτον μπορουσα να δω ενα τζακι αναμμενο με μια κουρελου μπροστα. Εναν αντρα καθισμενο σε εναν καναπε να διαβαζει εφημεριδα, πινοντας ελληνικο καφε με δυο σταγονες ουζο. Απεναντι, στο τελος του μονοπατιου, που ακομα αναβοσβηνε, βρισκοταν μια μεγαλη παρεα σε μια καλοκαιρινη βεραντα. Αντρες, γυναικες με χαμογελαστα απο το αφθονο αλκοολ προσωπα, φλερταραν , επαιζαν και φλυαρουσαν για ενα σωρο ουσιωδη αλλα και ανουσια πραγματα. Μια κοπελα με ενα ψαθινο καπελο και ανοιχτοχωμο φορεμα σταθηκε απεναντι μου και μου προσφερε λιγο δροσερο ποντς. Πισω της μια καταπρασινη κληματαρια τονιζε ακομη περισσοτερο το διονυσιακο κοκκινισμα στα μαγουλα της. Με πηρε απο το χερι γελωντας και βρεθηκαμε στη μεση της βεραντας με τα ασπρα πλακακια. Εκει ο κοσμος χορευε. Χορεψαμε κι εμεις. Υστερα με κρατησε απο τη μεση και χωρις να το καταλαβω, απογειωθηκαμε. Στροβιλιζομασταν πανω απο χωραφια που τα χτυπαγε ο ηλιος τοσο πολυ που τα σκιερα τους μερη μαυριζαν σαν τρυπες που εχασκαν. Περνουσαμε πανω απο γνωστες και αγνωστες περιοχες ενω συνεχιζε να με κραταει απο τη μεση. Το προσωπο της αλλαζε και ποτε εμοιαζε μ'ενα αγορι που καποτε ερωτευτηκα, ποτε με καποιο κοριτσι που δεν με αγκαλιασε ποτε, οπως εκανε αυτη εκεινη τη στιγμη.
Καποια στιγμη προσγειωθηκαμε και με αφησε, γελωντας κελαρυστα, για να γυρισει στην παρεα, που μαλλον την εψαχνε. Τοτε βρεθηκα ξανα μονος να κοιταω μεσα απο ενα ασπρομαυρο παραθυρο. Ημουν γυμνος, χωρις στομα, μονο με δυο μεγαλα ματια, που εβλεπαν τα παντα γυρω τους. Δεν ειχα ουτε χερια, τα ειχε καταπιει το σκοταδι του ατελειωτου χωρου πισω απο το περβαζι. Πανω σε αυτο υπηρχαν δυο μικρα παρτερια με τα ασπρομαυρα και αοσμα παρτερια τους. Ανοιξα καλα τα ματια μου και κοιταξα μπροστα μου. Ολα τα προηγουμενα τοπια και ηχοι ειχαν συμπηκνωθει σε να σιδερενιο ημιδιπλο κρεβατι. Ηταν αδειο, χωρις καν σεντονια. Πανω στο στρωμα ομως φυτρωναν μικρα κυκλαμινα και κιτρινες μαργαριτες. Με τοσο ερωτα που ειχε ποτιστει, πως να μην ανθισει;
Τοτε, ξαφνικα, αρχισαν να πεφτουν βροχη απο το ταβανι, που ανοιξε σαν καταρραχτης, ολες οι στιγμες που αφησαν το σημαδι τους πανω του και εγινε κατι αναπαντεχο. Το κρεβατι αρχισε να επιπλεει σαν βαρκα στο ποταμι με τις στιγμες. Βρηκα και εγω ευκαιρια και πηδηξα πανω. Ξαπλωσα ανασκελα και αφεθηκα. Δεν με ενοιαζε που πηγαινουμε, χαζευα τον ουρανο που ηταν καταγαλανος και τα συννεφα απο κρεμα φραουλα. Δεν αργησε να ερθει και ενα ξανθο κοριτσι, που στεκοταν πανω σ ενα κουτσουρο διπλα στις οχθες του ποταμου. Αφησε μονο το σημαδι των δυνατων δαχτυλων της πανω στο σωμα μου και υστερα αποφασισε να πιασει στερια γιατι το διαρκες ταξιδι και οι περιεργοι συνεπιβατες της προκαλουσαν ναυτια. Το παραξενο πλεουμενο συνεχισε τοτε το ατερμονο ταξιδι το και σιως σταματησει μονο του σε καποια σκοτεινη και φιλοξενη θαλασσα, ισως παλι οχι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου